- ψάμμη
- ψάμμη, ἡ, rarer form of ψάμμος, Hdt.4.181 (A v.l. ψάμμος), who elsewh. always has the common form: [dialect] Dor. [full] ψάμμα A.Pr.573 (lyr.), Ar.Lys.1261 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψάμμη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. ψάμμος … Dictionary of Greek
ψαμμῶν — ψάμμη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμης — ψάμμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμας — ψάμμᾱς , ψάμμη fem acc pl ψάμμᾱς , ψάμμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek